αεριοστεγής

αεριοστεγής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, απόλυτα στεγανός, κλειστός σε αέρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αεριοστεγής — ές ο αεροστεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + στεγής < στέγος] …   Dictionary of Greek

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”